- στοκοφίσι
- το, Νπαστό, αποξηραμένο ψάρι, συνήθως μπακαλιάρος, αλλ. κοφίσι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. stockfish < μέσ. ολλανδ. stocvisch < stoc «κορμός» + visch «ψάρι», πιθ. λόγω τού ότι το ψάρι αποξηραίνεται σε ξύλινη σχάρα].
Dictionary of Greek. 2013.